φιλοχρήματος

φιλοχρήματος
φῐλοχρήμᾰτ-ος, ον,
A loving money, And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.;

ὁ φ. Id.R.549b

, Hierocl. in CA2p.422M.;

φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40

(s. v. l.); τὸ φ., = φιλοχρηματία, Pl.R.436a: [comp] Comp.

-ώτερος X.Smp.4.45

: [comp] Sup.

-ώτατος D.S.1.94

. Adv., [suff] φῐλοχρημᾰτ-τως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλοχρήματος — loving money masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρήματος — η, ο / φιλοχρήματος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματον η φιλοχρηματία. επίρρ... φιλοχρημάτως Α 1. με φιλοχρηματία 2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • φιλοχρήματος — η, ο αυτός που αγαπάει το χρήμα, φιλοκερδής, άπληστος, παραδόπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοχρηματώτερον — φιλοχρήματος loving money masc acc comp sg φιλοχρήματος loving money neut nom/voc/acc comp sg φιλοχρήματος loving money adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματώτατον — φιλοχρήματος loving money masc acc superl sg φιλοχρήματος loving money neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρημάτω — φιλοχρήματος loving money masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλοχρήματος loving money masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρημάτως — φιλοχρήματος loving money adverbial φιλοχρήματος loving money masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρήματον — φιλοχρήματος loving money masc/fem acc sg φιλοχρήματος loving money neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματώτατε — φιλοχρήματος loving money masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματώτατοι — φιλοχρήματος loving money masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοχρηματώτατος — φιλοχρήματος loving money masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”